- παμπειθής
- παμπειθής1 all persuasive
τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον P. 4.184
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον P. 4.184
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παμπειθής — παμπειθής, ές (Α) αυτός που πείθει, που παρασύρει τους πάντες («τὸν δὲ παμπειθῆ πόθον», Πίνδ,). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ πειθής] … Dictionary of Greek
παμπειθῆ — παμπειθής all persuasive neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παμπειθής all persuasive masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παμπειθής all persuasive masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek